αμαλγαμάτωση

αμαλγαμάτωση
[-ις (-εως)] η амальгамирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμαλγαμάτωση" в других словарях:

  • αμαλγαμάτωση — η και αμαλγάμωση, η 1. η ετοιμασία αμαλγάματος (βλ. λ.). 2. Η επάλειψη καθρεφτών με αμάλγαμα: Δώσαμε τον καθρέφτη για αμαλγαμάτωση. 3. μέθοδος αποχωρισμού του χρυσού ή του ασημιού από τα μεταλλεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαλγάμωση — ή αμαλγαμάτωση, η Χημ. 1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο* και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα 2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα 3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»